- μέζεα
- μέζεαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέζεα — και μέδεα, τὰ (Α) 1. τα μήδεα* 2. τα γεννητικά όργανα τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μήδεα] … Dictionary of Greek
μέζε' — μέζεα , μέζεα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεζέων — μέζεα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… … Dictionary of Greek
мудо — обычно в форме муде, стар. дв. мошонка , также мн. муди (Даль), укр. мудо, цслав. мѫдѣ дв., мѫдо, болг. мъдо (Младенов 313), сербохорв. мудо, словен. modo, чеш. moud, слвц. mud᾽, mudie, польск. mądа ж., в. луж., н. луж. mud, mudze, полаб. mǫdа… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Masturbation — Onanism redirects here. For the Biblical origin of the term onanism , see Onan. Gustav Klimt s Woman seated with thighs apart (1916) … Wikipedia
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
med-2 — med 2 English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen”? Material: Gk. μέζεα (Hesiod), μέδεα (Archil.), μήδεα (Hom.; lies μέδεα?) “männliche Genitalien”; μεστός “full”; M.Ir. mess m. (*med tu ) “Eicheln, Eichelmast,… … Proto-Indo-European etymological dictionary